- ουρεθάνη
- ησυν. στον πληθ. οι ουρεθάνεςχημ. συνοπτική ονομασία αζωτούχων οργανικών ενώσεων, Ν-υποκατεστημένων εστέρων τού καρβαμιδικού οξέος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαινυλουρεθάνη — η, Ν χημ. συνοπτική ονομασία παραγώγων τού καρβαμιδικού οξέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. phenylurethan < phenyl (βλ. φαινύλιο) + urethan «ουρεθάνη»] … Dictionary of Greek